- ἀτιμάσαντες
- обесчестившие
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ἀτιμάσαντες — ἀτῑμά̱σαντες , ἀτιμάω dishonour aor part act masc nom/voc pl (doric aeolic) ἀτῑμάσαντες , ἀτιμάζω hold in no honour aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)